κατηγορώ

κατηγορώ
και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, -έω) [κατήγορος]
1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τόν κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν τοὺς συνάρχοντας», Ξεν.)
2. μέμφομαι κάποιον, καταγγέλλω κάποιον για κάτι (α. «η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για αμέλεια στο θέμα τών σεισμόπληκτων περιοχών» β. «ὃς ἐμοῡ φιλιππισμὸν κατηγορεῑ», Δημοσθ.)
3. κακολογώ, επικρίνω, κατακρίνω, αποδοκιμάζω, ψέγω (α. «τόν κατηγόρησαν οι φίλοι του ως ανήθικο» β. «κατηγορεῑται τοὐπίκλημα τοῡτό μου», Σοφ.)
νεοελλ.-μσν.
καταβάλλω, στενοχωρώ, βασανίζω
μσν.
(διαμαρτύρομαι
αρχ.
1. είμαι κατήγορος, εμφανίζομαι ως κατήγορος («σὺ δὲ κατηγόρει παρών», Αριστοφ.)
2. μέσ. απρόσ. κατηγορεῑται
υπάρχει, έχει διατυπωθεί κατηγορία
3. αποδεικνύω, μαρτυρώ, δηλώνω («ἐμφαίνεται τὸ νεαρὸν αὐτοῑς ὃ κατηγορεῑ τὴν ὀλιγοετίαν», Ξεν.)
4. αναπτύσσω, εξηγώ («τὴν πολλὴν κατηγοροῡντες ἀπειροκαλίαν», Λουκιαν.)
5. λέγω κάτι με κατηγορηματικό τρόπο, διαβεβαιώνω («αὐτὸ κατηγορέει τὸ οὔνομα ὡς ἔστι Ἑλληνικόν», Ηρόδ.)
6. επιβεβαιώνω, καταφάσκω
7. (λογ.) αποδίδω ιδιότητα σε κάποιο πρόσωπο ή πράγμα
8. παθ. χρησιμεύω ως κατηγορούμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατηγορώ — κατηγορώ, κατηγόρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: κατηγορώ : στον απλό προφορικό και λογοτεχνικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατηγορώ — και κατηγοράω κατηγόρησα, κατηγορήθηκα, κατηγορημένος 1. διατυπώνω κατηγορία εναντίον κάποιου: Τον κατηγόρησαν ότι ήταν προδότης. 2. καταγγέλλω κάποιον για αξιόποινη πράξη: Τον κατηγόρησανγια φόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηγορῶ — κατηγορέω speak against pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόρῳ — κατήγορος accuser masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐ κάτοισθ’, ὅθ’ οὕνεκα ξυνηγορεῖς σιγῶσα τῷ κατηγόρῳ;… — См. Молчание знак согласия …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αυτοκατηγορούμαι — κατηγορώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου …   Dictionary of Greek

  • μέμφομαι — κατηγορώ, ψέγω, κατακρίνω: Τον μέμφεται για την ανευθυνότητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηγόρωι — κατηγόρῳ , κατήγορος accuser masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • προκατηγορώ — έω, Α [κατηγορῶ] 1. απαγγέλλω εκ τών προτέρων κατηγορία εναντίον κάποιου για κάτι που πρόκειται να διαπράξει, κατηγορώ εκ τών προτέρων 2. κατηγορώ προηγουμένως, πριν από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα 3. είμαι ο πρώτος κατήγορος κάποιου 4. (το ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”